- αλάφιασμα
- το [αλαφιάζω]ξάφνιασμα, ταραχή, τρομάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάφιασμα — το, ατος τρομάρα, ταραχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… … Dictionary of Greek
λάφιασμα — το [λαφιάζω] αλάφιασμα, ξάφνιασμα, ταραχή … Dictionary of Greek